επισκιρτώ

επισκιρτώ
ἐπισκιρτῶ, -άω (Α) [σκιρτώ]
1. πηδώ πάνω σε κάτι
2. ντροπιάζω, ατιμάζω («ἐπισκιρτᾱν τῷ νεκρῷ καὶ παιωνίζειν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επισκίρτημα — ἐπισκίρτημα, τὸ (Α) [επισκιρτώ] πήδημα …   Dictionary of Greek

  • συνεπισκιρτώ — άω, Α σκιρτώ, πηδώ κι εγώ πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισκιρτῶ «πηδώ πάνω σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”